οιωνόβοτος

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source

Greek Monolingual

οἰωνόβοτος, -ον (Α)
οιωνόβρωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + -βοτός (< βόσκω), πρβλ. ιππόβοτος, μηλόβοτος].