ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
οἰωνόβοτος, -ον (Α)οιωνόβρωτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + -βοτός (< βόσκω), πρβλ. ιππόβοτος, μηλόβοτος].