οκταλοχία

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322

Greek Monolingual

ὀκταλοχία, ἡ (Α)
στρατιωτική δύναμη οκτώ λόχων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + λόχος (πρβλ. διλοχία)].