ολέρημος

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178

Greek Monolingual

ὁλέρημος, -ον (Α)
ο εντελώς έρημοςὁλέρημος κώμη», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + ἔρημος].