ολιγοετής

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source

Greek Monolingual

-ές (Α ὀλιγοετής, -ες και ὀλιγοετής, -ές)
αυτός που διαρκεί ή ισχύει λίγα χρόνια
νεοελλ.
αυτός που έχει μικρή ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -ετής / -έτης (< ἔτος), πρβλ. πολυετής].