Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ολιγομελής
Greek Monolingual
-ές αυτός που αποτελείται από λίγαμέλη («ολιγομελήςεπιτροπή»). [ΕΤΥΜΟΛ.<ολιγ(ο)- (βλ. λ.λιγο-) + -μελής (<μέλος). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωίδη].