Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ολιγομερής

From LSJ
Menander, Sententiae, 456

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που αποτελείται από λίγα μέρη
2. το ουδ. ως ουσ. το ολιγομερές
πολυμερής χημική ένωση το μόριο της οποίας αποτελείται από μικρό αριθμό μονάδων μονομερούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -μερής (< μέρος)].