ολιγοφαής

From LSJ

Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt

Menander, Monostichoi, 532

Greek Monolingual

ὀλιγοφαής, -ές (Α)
αυτός που φωτίζει λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-), + -φαής (< φάος), πρβλ. λευκοφαής].