λευκοφαής
From LSJ
καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin
English (LSJ)
λευκοφαές, white-gleaming, ψάμαθος E.IA1054 (lyr.); αὐγά prob. in Id.Hyps. Fr.3(1)ii 4 (lyr.); αὐχήν Nonn. D. 15.232; cf. λευκόφαιος.
German (Pape)
[Seite 35] ές, weiß, hell, leuchtend; ψάμαθος, Eur. I. A. 1054; αὐχήν, Nonn. D. 15, 231.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
éclatant de blancheur, brillant.
Étymologie: λευκός, φάος.
Russian (Dvoretsky)
λευκοφαής: ослепительно-белый (ψάμαθος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
λευκοφαής: -ές, λευκός, φωτεινός, λαμπρός, ψάμαθος Εὐρ. Ι. Α. 1054.
Greek Monolingual
λευκοφαής (Α)
λευκός, λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -φαής (< φάος τὸ «φως, λάμψη»)].
Greek Monotonic
λευκοφαής: -ές (φάος), λευκός, φωτεινός, λαμπρός, εκτυφλωτικός, σε Ευρ.