ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
ὀλιγόκερως, -έρωτος, ὁ, ἡ (Μ)αυτός που έχει μικρά κέρατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -κέρως (< κέρας), πρβλ. ορθό-κερως].