Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ολιγόχους

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

ὀλιγόχους, -ουν και -οος, -οον (Α)
1. ολιγόσπερμος
2. (για δημητριακά) αυτός που φέρει λίγους καρπούς («διὸ καὶ πυροὶ κριθῶν ὀψιέστεροι καὶ ὀλιγοχούστεροι», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ό)- (βλ. λ. λιγο-) + χόος / χοῦς (< χέω), πρβλ. επτά-χους].