ολιγόχους
From LSJ
Greek Monolingual
ὀλιγόχους, -ουν και -οος, -οον (Α)
1. ολιγόσπερμος
2. (για δημητριακά) αυτός που φέρει λίγους καρπούς («διὸ καὶ πυροὶ κριθῶν ὀψιέστεροι καὶ ὀλιγοχούστεροι», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ό)- (βλ. λ. λιγο-) + χόος / χοῦς (< χέω), πρβλ. επτά-χους].