ολμοβόλο

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

Greek Monolingual

το
είδος πυροβόλου μεγάλης καμπύλης τροχιάς, που εκτοξεύει όλμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όλμος + -βόλο (< βάλλω), πρβλ. οβιδο-βόλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κ. Παπαρρηγόπουλο].