ὁλονύκτιος
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
English (LSJ)
ὁλονύκτιον, the whole night through : neut. -ιον as adverb, Sch. Lyc.815 (p.261 S.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁλονύκτιος: -ον, ὁ καθ’ ὅλην τὴν νύκτα διαρκῶν, Εὐστ. Πονημάτ. 266. 73. Ἐπίρρ. -ίως, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 812. Συνηθέστερον ὁλόνυκτος, -τως, Ἐφραὶμ ΙΙΙ, 298Α.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ ὁλονύκτιος, -ον)
βλ. ολονύχτιος.