ολόγυρος

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁλόγυρος, -ον)
στρογγυλός, κυκλοτερής, κυκλικός.
επίρρ...
ολόγυρα και ολόυρα (Α ὁλογύρως)
γύρω γύρω, από όλα τα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + γύρος].