ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry
ὁλόμαζος, -ον (Α)ολόκληρος, πλήρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -μαζος (< μᾶζα), πρβλ. μεγαλό-μαζος].