ολόψυχος
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
-η, -ο (ΑΜ ὁλόψυχος -ον)
αυτός που γίνεται με όλη την ψυχή, εγκάρδιος, ένθερμος («δέησιν ὁλόψυχον», Ευστ.).
επίρρ...
ολοψύχως και ολόψυχα (Μ ὁλοψύχως) με όλη την ψυχή, εγκαρδίως, ένθερμα, προθυμότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό-ψυχος].