εγκάρδιος
From LSJ
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐγκάρδιος, -ον)
αυτός που υπάρχει στην καρδιά ή προέρχεται από αυτήν, αληθινός, ειλικρινής («εγκάρδια συγχαρητήρια»)
μσν.
(για αδερφό) γνήσιος
αρχ.-μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐγκάρδια
αυτά που βρίσκονται μέσα στην καρδιά, τα απόκρυφα
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐγκαρδία
ονομασία πολύτιμου λίθου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐγκάρδιον
η καρδιά, η ψίχα του ξύλου.