ομοιοφανής
From LSJ
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ὁμοιοφανής, -ές) νεοελλ. ζωολ. αυτός που χαρακτηρίζεται από ομοιοφάνεια
μσν.-αρχ.
αυτός που παρέχει όμοια οπτική εντύπωση, που φαίνεται όμοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι)].