ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
ὀμφαλόκαρπος, -ον (Α)(ως ονομασία του φυτού ἀπαρίνη) αυτός που έχει ή παράγει καρπό όμοιο με ομφαλό.