ομφαλόκαρπος

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

ὀμφαλόκαρπος, -ον (Α)
(ως ονομασία του φυτού ἀπαρίνη) αυτός που έχει ή παράγει καρπό όμοιο με ομφαλό.