ομφαλόψυχος
Greek Monolingual
ο (Μ ὀμφαλόψυχος)
συν. στον πληθ. ο ομφαλόψυχος
εκκλ. σκωπτική ονομασία με την οποία οι πολέμιοι του ησυχασμού χαρακτήριζαν τους ησυχαστές μοναχούς του 14ου αιώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφαλός + -ψυχος (< ψυχή)].
ο (Μ ὀμφαλόψυχος)
συν. στον πληθ. ο ομφαλόψυχος
εκκλ. σκωπτική ονομασία με την οποία οι πολέμιοι του ησυχασμού χαρακτήριζαν τους ησυχαστές μοναχούς του 14ου αιώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφαλός + -ψυχος (< ψυχή)].