Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
ὁμόνυμφος, -ον (Α)συγγενής εξ αγχιστείας, από γάμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -νυμφος (< νύμφη), πρβλ. κακό-νυμφος].