ομόνυμφος

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289

Greek Monolingual

ὁμόνυμφος, -ον (Α)
συγγενής εξ αγχιστείας, από γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -νυμφος (< νύμφη), πρβλ. κακό-νυμφος].