ονήτωρ

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source

Greek Monolingual

ὀνήτωρ και δωρ. τ. ὀνάτωρ, ὁ (Α)
1. ωφέλιμος, χρήσιμος
2. είδος εμπλάστρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀνη- του ὀνίνημι + επίθημα -τωρ (πρβλ. γεννήτωρ)].

Russian (Dvoretsky)

ονήτωρ: дор. ὀνάτωρ, ορος (ᾱ) adj. m приносящий пользу, благодетельный Pind.