ονικός

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὀνικός, -ή, -όν)όνος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όνο
2. φρ. «ονικά κτήνη» — οι όνοι
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀνικά
οι όνοι.