ονολάτρης
From LSJ
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
Greek Monolingual
ο
χλευαστική ονομασία που απέδιδαν οι ειδωλολάτρες στους Ιουδαίους, αρχικά, αργότερα και οι Ιουδαίοι στους χριστιανούς τών πρώτων χρόνων, με την κατηγορία ότι λάτρευαν τον όνο ή ομοίωμα όνου ως θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + λάτρης. Η λ., στον λόγιο τ. ὀνολάτραι (ὀνολάτρης), μαρτυρείται από το 1805 στον Αδ. Κοραή].