ονώδης

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

ὀνώδης, -ῶδες (Α) όνος
1. αυτός που μοιάζει με όνο
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όνο, όνειος, γαϊδουρήσιος
3. αυτός που έχει το χρώμα του όνου.