ὀνώδης
From LSJ
τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)
English (LSJ)
ὀνῶδες, ass-like, of persons, Arist.Phgn.812a10, Phld.Rh. 1.6 S. (Sup.); ὀ. φιλοπλουτία Plu.2.525e; of colour, ib.362f.
German (Pape)
[Seite 351] ες, = ὀνοειδής; Arist. physiogn. 6; Plut. Is. et Os. 30.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui ressemble à un âne.
Étymologie: ὄνος, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
ὀνώδης:
1 как у осла, ослиный (τὰ ὦτα Arst.): ὀ. τὴν χρόαν Plut. цвета ослиной кожи;
2 достойный осла, тупоумный (φιλοπλουτία Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀνώδης: ες,= ὀνοειδής, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 31, Πλούτ. 2. 362F, κτλ.
Greek Monolingual
ὀνώδης, -ῶδες (Α) όνος
1. αυτός που μοιάζει με όνο
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όνο, όνειος, γαϊδουρήσιος
3. αυτός που έχει το χρώμα του όνου.