οξένιος

From LSJ

μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves

Source

Greek Monolingual

-α, -ο και οξέινος και οξύινος, -η, -ο (ΑΜ ὀξύϊνος, Α και ὀξέϊνος, -η, -ον) οξιά
κατασκευασμένος από ξύλο οξιάς.