οξυθρήνητος

From LSJ

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source

Greek Monolingual

ὀξυθρήνητος, -ον (Α)
αυτός που θρηνεί γοερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + θρηνῶ].