οξύγαρον

From LSJ

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389

Greek Monolingual

ὀξύγαρον και ὀξόγαρον, τὸ (Α)
άρτυμα από ξίδι και γάρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + γάρος «άλμη»].