Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
ὀξύγαρον και ὀξόγαρον, τὸ (Α)άρτυμα από ξίδι και γάρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + γάρος «άλμη»].