οξύμετρο

From LSJ

ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions

Source

Greek Monolingual

το
χημ.
1. συσκευή που επιτρέπει τον προσδιορισμό της ποσότητας ενός οξέος σε ένα διάλυμα καθώς και τον προσδιορισμό της οξύτητας ορισμένων υγρών τροφίμων, όπως λ.χ. του λαδιού, του γάλακτος, του κρασιού κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξύ + μέτρο. Ο όρος αποτελεί απόδοση του γαλλ. acidimetre].