οπλοφορώ

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

(Α ὁπλοφορῶ, -έω) οπλοφόρος
φέρω όπλα, είμαι οπλισμένος
αρχ.
παθ. ὁπλοφοροῦμαι, -έομαι (τινί)
συνοδεύομαι από κάποιον, έχω κάποιον ως σωματοφύλακα.