οπλοφόρος

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543

Greek Monolingual

-ο (Α ὁπλοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει όπλο, ένοπλος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οπλοφόρος
οπλισμένος άντρας
αρχ.
1. δορυφόρος, σωματοφύλακας
2. κρατικός υπάλληλος με δικαστικό ή θρησκευτικό αξίωμα
3. προσωνυμία της Αθηνάς και του Άρεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + -φόρος].