οπωροβασιλίς

Greek Monolingual

ὀπωροβασιλίς, -ίδος, ἡ (Α)
εξαιρετικό είδος σύκων, τα βασιλικά σύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + βασιλίς.