οργητύς

From LSJ

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source

Greek Monolingual

ὀργητύς, -ύος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) οργή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργῶ + επίθημα -τύς (πρβλ. βοητύς, ελεητύς)].