ορειχάλκινος

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀρειχάλκινος, -ίνη, -ον) ορείχαλκος
κατασκευασμένος από ορείχαλκο, μπρούντζινος («ἐν στήλῃ γεγραμμένα ὀρειχαλκίνῃ», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στον ορείχαλκο ή χαρακτηρίζεται από αυτόν
2. φρ. «ορειχάλκινη εποχή» — η δεύτερη προϊστορική περίοδος της μεταλλικής εποχής της ιστορίας του ανθρώπου.