ορεστιάς

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

ὀρεστιάς, -άδος, ἡ (Α)
αυτή που ανήκει στα όρη («νύμφαι ὀρεστιάδες» — οι Ορειάδες, δηλ. οι Νύμφες που κατοικούσαν στα όρη και τά προστάτευαν, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρέστης «αυτός που διαμένει στα όρη» + κατάλ. -άς, -άδος. Ο τ. ὀρεστ-ι-άς για μετρικούς λόγους, αντί του ανεμενόμενου ὀρεστάς].