ορθογράφος
From LSJ
τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you
Greek Monolingual
-ο (Α ὀρθογράφος, -ον)
αυτός που γράφει σύμφωνα με τους γραμματικούς κανόνες, αυτός που γνωρίζει ορθογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -γράφος].