ορθογραφία
From LSJ
Greek Monolingual
η (Α ὀρθογραφία) ορθογραφώ
η ορθή γραφή τών λέξεων σύμφωνα με τους γραμματικούς και τους φθογγολογικούς κανόνες
αρχ.
1. σχέδιο οικοδομής καθ' ύψος, σε αντιδιαστολή προς το σχέδιο του επιπέδου, δηλ. της κάτοψης
2. ως κύριο όν. Ορθογραφία
τίτλος συγγραμμάτων του Ηρωδιανού, του Ώρου και άλλων γραμματικών.