ορθοστατώ

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source

Greek Monolingual

(Α ὀρθοστατῶ, -έω) ορθοστάτης
είμαι όρθιος, στέκομαι όρθιος.