ορθόδικος
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
ὀρθόδικος, -ον (Α)
αυτός που δικάζει δίκαια, ορθά («ὀρθόδικος Στύξ», Βακχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -δικος (< δίκη), πρβλ. ευθύ-δικος].