οροαιμάτωμα

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

Greek Monolingual

το
ιατρ. όγκος ο οποίος σχηματίζεται κάτω από το τριχωτό δέρμα της κεφαλής του εμβρύου κατά τη στιγμή του τοκετού και οφείλεται σε οροαιματώδη έγχυση του υποδόριου κυτταρώδους ιστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορός + αιμάτωμα].