οροεξασθένηση

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. οροθεραπεία που εφαρμόζεται για να εξασθενήσει τις εκδηλώσεις μιας λοιμώδους νόσου η οποία βρίσκεται ήδη σε περίοδο επωάσεως.