οροθέσιο
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
το (ΑΜ οροθέσιον) οροθέτης
οτιδήποτε χρησιμεύει για τον καθορισμό συνόρων, ορόσημο
αρχ.
στον πληθ. τὰ ὁροθέσια
τα σύνορα, τα όρια.