ορονοσία

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. σύνολο συμπτωμάτων που εμφανίζονται λόγω συστηματικής αντίδρασης αντιγόνου-αντισώματος σε ένεση ετερόλογου ορού στον άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημονικού όρου, πρβλ. γαλλ. maladie du serum].