ορονοσία

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

η
ιατρ. σύνολο συμπτωμάτων που εμφανίζονται λόγω συστηματικής αντίδρασης αντιγόνου-αντισώματος σε ένεση ετερόλογου ορού στον άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημονικού όρου, πρβλ. γαλλ. maladie du serum].