οροστέγεια

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source

Greek Monolingual

η
(μικροβλ.) η ιδιότητα τών μικροβίων να εξοικειώνονται και να αντέχουν στους ανοσοποιημένους ορούς, η ιδιότητα τών οροστεγών μικροβίων.