ορυγή

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

ὀρυγή, ἡ (ΑΜ) ορύσσω
εκσκαφή, σκάψιμο
αρχ.
στον πληθ. αἱ ὀρυγαί
βαθμίδες.