ορφανοτρόφος
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ ὀρφανοτρόφος, -ον)
1. αυτός που ανατρέφει ορφανά
2. το αρσ. ως ουσ. ο ορφανοτρόφος
(στο Βυζάντιο) εκκλησιαστικό αξίωμα ο κάτοχος του οποίου αναλάμβανε τη διεύθυνση ορφανοτροφείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφανός + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνοτρόφος].