οστεάνθρακας

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

ο
χημ. τύπος ενεργού ζωικού άνθρακα που λαμβάνεται με απανθράκωση οστών και χρησιμοποιείται ως μέσο αποχρωματισμού τών υγρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ἄνθραξ. Η λ., στον λόγιο τ. ὀστεάνθραξ, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].