οστεορραφία

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek Monolingual

η
ιατρ. σύνδεση τμημάτων σπασμένου οστού με μεταλλικό σύρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -ρραφία < -ρράφος < ραφή < ράπτω), πρβλ. αρτηριο-ρραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Ιούλιο Γαλβάνη].