οστεοφθόρος

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α
ιατρ. αυτός που φθείρει τα οστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -φθόρος (< φθείρω)].