ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
-ο, θηλ. και -αιατρ. αυτός που φθείρει τα οστά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -φθόρος (< φθείρω)].