οστρακοφόρος

From LSJ

ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap

Source

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α
(για ζώα) αυτός που φέρει οστράκινο περίβλημα, κέλυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ostraco-phore (< όστρακο + -φόρος < φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στην εφημερίδα Εφημερίς].